άσλι
(ουσ. ουδ.)
άσλι
[ˈasli]
Σατ., Τσουχούρ., Φάρασ.
άσ̑λι̂
[ˈaʃlɯ]
Φάρασ.
άσλιν
[ˈaslin]
Σίλ.
Από το τουρκ. (< αραβ.) επίθ. asli = βασικός, αρχικός.
Πβ.
άσιλ
Βασικό ή αληθινό νόημα
ό.π.τ.
:
Δεβαίνω 'ς άσλι του
(Το καταλαβαίνω)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Πέ μες τα 'τό το καdζ̑ί σου, να δεβούμε 'ς άσλιν dου
(Πές μας αυτό το λόγο σου, να τον καταλάβουμε)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
Άσλι τζ̑ο 'σ̑ει
(Δεν είναι αλήθεια, δεν έχει βάση)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Εμ δεβάσκιν το Ευαgέλιο το ορτό του, εμ βκαλίνκιν λόγος να γροικίσουν οι χωρώτοι τ’ άσλι του
(Και διάβαζε το Ευαγγέλιο σωστά, και έβγαζε λόγους για να καταλαβαίνουν οι χωριάτες το νόημά του)
Σατ.
-Παπαδ.
Τούτουν τουν αλεφρό μου να του λαγήσουμι, να τα γροικήσουμι άσλıν του
(Σ’ αυτόν τον αδερφό μου να του μιλήσουμε, για να καταλάβουμε τι πραγματικά συμβαίνει)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Με το στείρο χαριένι 'εννά ποτί, Χότζα εφενdή; Ατό του λες ασλ' έσ̑ει;
(Μα το στείρο καζάνι γεννάει ποτέ, αφέντη Χότζα; Έχει νόημα αυτό που λες;)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Ήκ'σα κι σήμουρου του Τσουχουρού τα 'ρνίθα φτένουν 'λ'τινά βα· άσλι έσει;
(Ἀκουσα και σήμερα ότι οι κότες του Τσουχουριού κάνουν κόκκινα αβγά· είναι αλήθεια;)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.