ασμαδόκκος
(ουσ. ουδ.)
ασμαδόκκους
[azmaˈðokus]
Φάρασ.
Από το ουσ. ασμάς και το υποκορ. επίθμ. -όκκο.
1. Μικρή κληματαριά
Πβ.
νενεντράδι
2. Η λ. και ως τοπων.
Φάρασ.