ασπρίσιμα
(ουσ. ουδ.)
’σπρίσιμα
[ˈsprisima]
Φάρασ.
Από το ρ. ασπρίζω και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο. Για τα ρημ. παράγωγα -σιμο > -σιμα, βλ. Ανδριώτης (1948: 35).
1. Άσπρισμα
Συνών.
μπαντανάς
Τροποποιήθηκε: 12/08/2025