ασπρίσιμα
(ουσ. ουδ.)
’σπρίσιμα
[ˈsprisima]
Φάρασ.
Από το ρ. ασπρίζω και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο, όπου και τύπ. -σιμα. Για τα ρημ. παράγωγα -σιμο > -σιμα, βλ. Ανδριώτης (1948: 35).