χρίσμα
(ουσ. ουδ.)
χρίσμα
[ˈxrizma]
Αραβαν., Γούρδ.
Μεταγν. ουσ. χρῖσμα.
1. Ασβέστης, σοβάς
Γούρδ.
2. Ασβέστωμα
Αραβαν.