χρονιάτικος
(επίθ.)
χρονιάτ'κου
[xroˈɲatku]
Μαλακ.
Από το νεότ. ουσ. χρονιάτικος (βλ. Λεξ. Σομ.), το οπ. από το ουσ. χρόνος και το παραγωγ. επίθμ. -ιάτικος.
Ετήσιος