χτάρι
(ουσ. ουδ.)
χτάρ'
[xtar]
Μισθ.
χτα̈́ρ'
[xtær]
Μισθ.
χτιάρ'
[xtçar]
Μισθ.
χτέρ'
[xter]
Αραβαν., Γούρδ., Καρατζάβ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλατ., Φερτάκ., Φλογ.
Από αμάρτ. ουσ. ὀχθάριον = πέτρα σε όχθη ποταμού. Πβ. τα διαλεκτ. νουχτάρ' Μακεδ. 'γκρεμός’, χτάρι Μάν. 'πέτρινος τοίχος’ (Αρχείο ΙΛΝΕ).
Πέτρα, λιθάρι.
ό.π.τ.
:
Χταριού ντου ρίψιμου
(Το ρίξιμο της πέτρας)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πλεφρού ντου χτέρ'
(Πέτρα του πηγαδιού, μονοκόμματι τρύπια πέτρα ως τοιχίο πηγαδιού)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Σ̑έρισ̑καν ντου χτάρ'
(Έρριχναν την πέτρα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Παναΐα μ' ποίκι μι χτάρ', ας γουλτώσω ας σ̑κυλιού τα χέρια
(Παναγία μου, κάνε με πέτρα για να γλυτώσω από του σκυλιού τα χέρια)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Φέρισ̑καμ' απ' ντου βουνί χτα̈́ρια
(Φέρναμε πέτρες από το βουνό)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ντο ναίκα έρριψεν ένα χτέρ'
(Η γυναίκα έρριξε μιά πέτρα)
Ουλαγ.
-Dawk.
Τσ̑ακμαχιού χτα̈́ρ'
(Τσακμακόπετρα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Τσι δα αλευρόμυλα πάλ' τέτοια χτέρια έχ'νι
(Και οι αλευρόμυλοι πάλι τέτοιες πέτρες έχουνε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Χταριού στράδα
(Πέτρινος δρόμος˙ Πλακόστρωτος δρόμος, όχι χωματόδρομος)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
Συνών.
λιθάρι