ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χτάρι (ουσ. ουδ.) χτάρ' [xtar] Μισθ. χτα̈́ρ' [xtær] Μισθ. χτιάρ' [xtçar] Μισθ. χτέρ' [xter] Αραβαν., Γούρδ., Καρατζάβ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλατ., Φερτάκ., Φλογ. Από αμάρτ. ουσ. ὀχθάριον = πέτρα σε όχθη ποταμού. Πβ. τα διαλεκτ. νουχτάρ' Μακεδ. 'γκρεμός’, χτάρι Μάν. 'πέτρινος τοίχος’ (Αρχείο ΙΛΝΕ).
Πέτρα, λιθάρι. ό.π.τ. : Χταριού ντου ρίψιμου (Το ρίξιμο της πέτρας) Μισθ. -Κοτσαν. Πλεφρού ντου χτέρ' (Πέτρα του πηγαδιού, μονοκόμματι τρύπια πέτρα ως τοιχίο πηγαδιού) Μισθ. -Κωστ.Μ. Σ̑έρισ̑καν ντου χτάρ' (Έρριχναν την πέτρα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Παναΐα μ' ποίκι μι χτάρ', ας γουλτώσω ας σ̑κυλιού τα χέρια (Παναγία μου, κάνε με πέτρα για να γλυτώσω από του σκυλιού τα χέρια) Μισθ. -Κωστ.Μ. Φέρισ̑καμ' απ' ντου βουνί χτα̈́ρια (Φέρναμε πέτρες από το βουνό) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ντο ναίκα έρριψεν ένα χτέρ' (Η γυναίκα έρριξε μιά πέτρα) Ουλαγ. -Dawk. Τσ̑ακμαχιού χτα̈́ρ' (Τσακμακόπετρα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Τσι δα αλευρόμυλα πάλ' τέτοια χτέρια έχ'νι (Και οι αλευρόμυλοι πάλι τέτοιες πέτρες έχουνε) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Χταριού στράδα (Πέτρινος δρόμος˙ Πλακόστρωτος δρόμος, όχι χωματόδρομος) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887
Συνών. λιθάρι