λιθάρι
(ουσ. ουδ.)
λιθάρι
[liʹθari]
Σινασσ., Τελμ.
λισάρι
[liˈsari]
Σίλ.
λιθέρ'
[liˈθer]
Σινασσ., Τελμ., Τζαλ.
λ'τέρ'
[lter]
Μαλακ., Φλογ.
νιθέρι
[niˈθeri]
Σινασσ.
νιχέρ'
[niˈçer]
Αραβαν.
νιτέρ'
[niˈter]
Αραβαν., Γούρδ.
τέρ'
[ter]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Σίλατ., Τροχ., Φλογ.
θιάρ'
[θçar]
Ποτάμ.
θάλι
[ˈθali]
Αφσάρ., Σατ., Σίλατ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
Από το μεταγν. ουσ. λιθάριον. Ο τύπ. θάλι με αποβολή του αρκτ. [l] και [i] και εναλλαγή υγρών [r] > [l] (λιθάρι > 'ιθάρι > θάρι > θάλι).
1. Λιθάρι, πέτρα
ό.π.τ.
:
Μυλιού νιθέρ'
(Μυλόπετρα)
Σινασσ.
-Βλασ.
Μορμοδιού λ'τέρ'
(Ταφόπετρα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Ήβ' ραν ασ' σο μαγαρά με τα αμάξα μαύρα μεγάλα λ'τέρα
(Έφεραν από το λατομείο μεγάλες μαύρες πέτρες)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Ζερμόντσες απάνω στα νιθέρια το κλειδί σ'
(Ξέχασες πάνω στις πέτρες το κλειδί σου)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Ασ' τα τέρια ντεν γεννήρα, έχω κι εγώ αρώπ'
(Δεν γεννήθηκα από τις πέτρες, έχω κι εγώ οικογένεια)
Αραβαν.
-Φωστ.
Άμα έρθει ο σκιάδος 'ς το τυρπημένο θιάρ', είναι μεσημέρις
(Άμα έρθει η σκιά στο τρυπημένο λιθάρι, είναι μεσημέρι)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Βίνεψαν θάλε
(Έρριξαν πέτρες)
Φάρασ.
-Dawk.
Τ͑α αδα̈́ βίνιψιν το θάλι
(Ως εδώ έρριξε την πέτρα)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
Έλτιψιν και το στόμα του κα’ό έθιτσ̑ιν τσ̑’ α θάλι
(Έδεσε και το άνοιγμα (ενν. του σακκιού) καλά, έβαλε και μία πέτρα)
Τσουχούρ.
-VLACH
Έθακαν τα δαχτυλίδε τουν σ’ ε θάλιν πουκάτου
(Έβαλαν τα δαχτυλίδια τους κάτω από μιά πέτρα)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Ατό του γαλά τα θάλε ήσαντε ’δρά τζαι φσαά
(Αυτού του κάστρου οι πέτρες ήταν μεγάλες και σκληρές)
Φάρασ.
-Παπαδ.
|| Φρ.
Φσαό θάλι
(Σκληρό πέτρα˙ πάρα πολύ σκληρό)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Τεριού νταμάρ'
(Φλέβα πέτρας˙ λατομείο)
Φλογ.
-ΚΜΣ-ΚΠ190α
Του δωμάτ' το νιθέρ'
(Του δώματος η πέτρα˙ πέτρινος κύλινδρος για το στρώσιμο-ίσιωμα του χώματος στην επίπεδη στέγη)
Σινασσ.
-Βλασ.
Κουντώ τέρ'
(Ρίχνω λιθάρι˙ ως παιδιά, συναγωνίζομαι στο λιθάρι, στην ρίψη πέτρας)
Αξ.
-Μαυροχ.
Να μπω σα θάλε 'ποκάτου, πάλ’ ’α βγκω
(Και να μπώ κάτω από τις πέτρες, πάλι θα βγώ˙ την λέει άνθρωπος που θεωρεί τον εαυτό του έξυπνο και δυνατό)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Όπου να σ̑ηκώεις 'να λ'τέρ', απ'κάτω βγαίν' ετό
(Όπου και να σηκώσεις μιά πέτρα, από κάτω βγαίνει αυτός˙ για τους πανταχού παρόντες λόγω των πολλών διασυνδέσεών τους)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
'ς τον νώμο θάλι ξείλ’τσε;
(Έπεσε πέτρα απ' το κλαδί;˙ ειρων. σε όποιον ανησυχεί για ανούσια πράγματα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Σα σκατά έσυρεν λ'τέρ'
(Έρριξε πέτρα στα σκατά˙ για σοβαρό άνθρωπο που συναλλάσσεται με υποδεέστερους)
-ΚΕΕΛ 1361
|| Παροιμ.
’ς του βίνεψες θάλε, πόνεσες το βροσ̑όν' σου;
(Από τις πέτρες που έρριξες πόνεσε το μπράτσο σου;˙ ειρων. σε οκνηρό που παραπονιέται ότι κουράστηκε)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Μο τ’ α θάλι δώκα δύο πουλία
(Με μιά πέτρα βάρεσα δύο πουλιά˙ μ' ένα σμπάρο δυό τρυγόνια, με μιά ενέργεια έχω διπλή ωφέλεια)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Μοναχό θάλι τοιέχος τζ̑ο 'ίνεται
(Μοναχό λιθάρι τοίχος δεν γίνεται˙ Ένας άνθρωπος μόνος του δεν μπορεί να πετύχει τίποτα)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
Το κουνdάς το τέρ' πίσω δεν έρχεται, ντυσίντ'σε το πουρ να το κουνdήεις
(Η πέτρα που πετάς δεν γυρίζει πίσω, σκέψου το πριν την πετάξεις˙ πρέπει να αναλογιζόμαστε εκ των προτέρων τις συνέπειες των πράξεών μας)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1554
|| Ασμ.
Κι Ανδρόνικος που κά’ντουν, μαλίμιν το εγένε,
και το ψωμί σην τράπεζαν μαύρο λιθάρι (Kαι ο Ανδρόνικος εκεί που καθόταν, όταν το έμαθε,
το ψωμί στο τραπέζι έγινε μαύρη πέτρα) Τελμ. -Lag. Έδεσαν τα χέρια του μ’ επτά λόγια αλυσίδες,
έρραψαν και τα μάτια του μ’ επτά λόγια μετάξια,
Ση μέση του κρέμασαν του μύλου το λιθάρι (Έδεσαν τα χέρια του με επτά λογιώ αλυσίδες,
έρραψαν και τα μάτια του με επτά λογιών μεταξωτές κλωστές,
στη μέση του κρέμασαν μιά μυλόπετρα) Σινασσ. -Lag. Συνών. χτάρι, Πβ. βουνί, καγιάς :1
και το ψωμί σην τράπεζαν μαύρο λιθάρι (Kαι ο Ανδρόνικος εκεί που καθόταν, όταν το έμαθε,
το ψωμί στο τραπέζι έγινε μαύρη πέτρα) Τελμ. -Lag. Έδεσαν τα χέρια του μ’ επτά λόγια αλυσίδες,
έρραψαν και τα μάτια του μ’ επτά λόγια μετάξια,
Ση μέση του κρέμασαν του μύλου το λιθάρι (Έδεσαν τα χέρια του με επτά λογιώ αλυσίδες,
έρραψαν και τα μάτια του με επτά λογιών μεταξωτές κλωστές,
στη μέση του κρέμασαν μιά μυλόπετρα) Σινασσ. -Lag. Συνών. χτάρι, Πβ. βουνί, καγιάς :1
2. Πέτρα στα νεφρά
Ανακ.
:
Σα νεφιριά τ' έσ̑' ’τ͑έρ'
(Στα νεφρά του έχει πέτρα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
3. Πολύτιμος λίθος, πετράδι
Σινασσ.
:
|| Ασμ.
Στολίσετε την κόρη μου και κάμετέ την νύφη
με όλα τα νιθέρια της και τα μαργαριτάρια (Στολίστε την κόρη μου και ντύστε τη νύφη
με όλα τα πετράδια της και τα μαργαριτάρια) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. καγιάς :2, τζεβαχέρι
με όλα τα νιθέρια της και τα μαργαριτάρια (Στολίστε την κόρη μου και ντύστε τη νύφη
με όλα τα πετράδια της και τα μαργαριτάρια) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. καγιάς :2, τζεβαχέρι