λιθαριά
(ουσ. θηλ.)
τ͑εριά
[tʰeˈrʝa]
Αξ.
θαλα̈́
[θaˈlæ]
Φάρασ.
Από το ουσ. λιθάρι, όπου και τύπ. θάλι, τ͑έρ' και το παραγωγ. επίθμ. -έα > -ιά.
Πετριά, βολή πέτρας
ό.π.τ.
:
Με τ' ένα τ͑εριά σκότωσεν ντο
(Με μιά πετριά το σκότωσε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Φρ.
Δώτσ̑εν ντα α θαλα̈́
(Του έρριξε μιά πετριά˙ τον προσέβαλε)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.