λίγκιρ
(ουσ.)
λίνgιρ
[ˈlinɟir]
Μαλακ.
λίνgερ
[ˈlinɟer]
Φάρασ.
τίνgιρ
[ˈtinɟir]
Σινασσ.
Πεποιημένη λέξη η οποία εκφέρεται κατά το σχήματα ταυτολογίας σε λάχνισμα (Dawkins 1916: 119).
Λέξη που απαντά άνευ σημασίας σε λάχνισμα
ό.π.τ.