ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λίγκιρ (αριθμ.) λίνgιρ [ˈlinɟir] Μαλακ. λίνgερ [ˈlinɟer] Φάρασ. τίνgιρ [ˈtinɟir] Σινασσ. Πεποιημένη λέξη η οποία εκφέρεται κατά το σχήματα ταυτολογίας σε λάχνισμα (Dawkins 1916: 119).
Λέξη που απαντά άνευ σημασίας σε λάχνισμα ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 12/08/2025