λιαροσύνη
(ουσ. θηλ.)
λιαροσ̑ύν'
[ˈʎaroˈʃin]
Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Τσαρικ.
γιαροσ̑ύνη
[ʝaroˈʃini]
Σεμέντρ.
’αροσύνη
[aroˈsini]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Από το νεότ. ουσ. ἱλαροσύνη, πβ. Cod. Ross. 141 «Παρθένου βασιλευούσης ἱλαροσύνη ἔσται καὶ εἰρήνη», το οπ. από το επίθ. ἰλαρός και το παραγωγ. παραγωγ. επίθμ. -σύνη. Πβ. και ΙΛΝΕ, λ. γερωσύνη.
Υγεία
ό.π.τ.
:
Ο Θεός να σε δώσ' 'αροσύνη τσαι καοσύνη
(Ο Θεός να σου δώσει υγεία και καλοσύνη)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
’γώ χαζνάς τζ̑ο ’υρεύω, μα ’υρεύω την ’αροσύνη σου
(Εγώ θησαυρό δεν ζητάω, μα ζητάω να έχεις την υγειά σου)
Φάρασ.
-Dawk.
'αροσύνη, καοσύνη, βγκοΐα σε σάς τσ̑αι σον κόσμο 'πάνου!
(Υγεία, καλοσύνη, ευλογία σε σας και επί του κόσμου!)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
ζωή, υγεία :1