ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λιαροσύνη (ουσ. θηλ.) λιαροσ̑ύν' [ˈʎaroˈʃin] Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Τσαρικ. γιαροσ̑ύνη [ʝaroˈʃini] Σεμέντρ. ’αροσύνη [aroˈsini] Τσουχούρ., Φάρασ. Από το νεότ. ουσ. ἱλαροσύνη, πβ. Cod. Ross. 141 «Παρθένου βασιλευούσης ἱλαροσύνη ἔσται καὶ εἰρήνη», το οπ. από το επίθ. ἰλαρός και το παραγωγ. παραγωγ. επίθμ. -σύνη. Πβ. και ΙΛΝΕ, λ. γερωσύνη.
Υγεία ό.π.τ. : Ο Θεός να σε δώσ' 'αροσύνη τσαι καοσύνη (Ο Θεός να σου δώσει υγεία και καλοσύνη) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. ’γώ χαζνάς τζ̑ο ’υρεύω, μα ’υρεύω την ’αροσύνη σου (Εγώ θησαυρό δεν ζητάω, μα ζητάω να έχεις την υγειά σου) Φάρασ. -Dawk. 'αροσύνη, καοσύνη, βγκοΐα σε σάς τσ̑αι σον κόσμο 'πάνου! (Υγεία, καλοσύνη, ευλογία σε σας και επί του κόσμου!) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. ζωή, υγεία :1