υγεία
(ουσ. θηλ.)
υγεία
[iˈʝia]
Ανακ., Μαλακ., Τελμ.
υ'ειά
[iˈa]
Σινασσ., Φάρασ.
'εία
[ˈia]
Σίλατ.
Πληθ.
υγειές
[iˈʝes]
Ανακ.
Αρχ. ουσ. ὑγεία/ὑγιεία.
Υγεία
ό.π.τ.
:
Σην υγεία καλό ’ναι
(για την υγεία είναι καλό)
Ανακ.
-Cost.
'ς υγειές
(Στις υγείες σου· εναρκτήριο επιστολής)
Ανακ.
-ΙΛΝΕ 7
|| Φρ.
Θεγός να σε δώκ’ την υγεία σου
(ο Θεός να σου δώσει την υγεία σου˙ ευχή σε άρρωστο)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Υγειές και σ̑αιρετήματα
(υγείες και χαιρετίσματα˙ ως φράση σε επιστολή προς ξενιτεμένο)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
λιαροσύνη