ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

υγεία (ουσ. θηλ.) υγεία [iˈʝia] Ανακ., Μαλακ., Τελμ. υ'ειά [iˈa] Σινασσ., Φάρασ. 'εία [ˈia] Σίλατ. Πληθ. υγειές [iˈʝes] Ανακ. Αρχ. ουσ. ὑγεία/ὑγιεία.
Υγεία ό.π.τ. : Σην υγεία καλό ’ναι (για την υγεία είναι καλό) Ανακ. -Cost. 'ς υγειές (Στις υγείες σου· εναρκτήριο επιστολής) Ανακ. -ΙΛΝΕ 7 || Φρ. Θεγός να σε δώκ’ την υγεία σου (ο Θεός να σου δώσει την υγεία σου˙ ευχή σε άρρωστο) Ανακ. -Κωστ.Α. Υγειές και σ̑αιρετήματα (υγείες και χαιρετίσματα˙ ως φράση σε επιστολή προς ξενιτεμένο) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. λιαροσύνη