αστένημα
(ουσ. ουδ.)
'στένημα
[ˈstenima]
Μισθ.
Από το αρχ. ουσ. ἀσθένημα = αδυναμία. Η σημ. 'ασθένεια’ νεότ. (βλ. Λεξ. Σομ.).
Αρρώστια
:
Ντου 'στένημα σ' ιτόν ντου βαχούτ' έκουψιν ντα πτιάρια μας
(Η αρρώστια σου αυτό τον καιρό μάς έκοψε τα ποδάρια)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
αστεναριά, αστένειος, αστεναρλάντισμα, χασταλίχι