αστιέσιμα
(ουσ. ουδ.)
ασ̑τι-έσιμα
[aʃtiˈesima]
Αφσάρ.
ασ̑τι-έσ’μα
[aʃtiˈesma]
Φάρασ.
Από το ρ. αστιέω, και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο.