αστραπή
(ουσ. θηλ.)
αστραπή
[astraˈpi]
Ανακ., Φκόσ.
Αρχ. ουσ. ἀστραπή.
Αστραπή
:
Ξείλτσεν αστραπή
(Έπεσε αστραπή)
Φκόσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ371
Αστραπή κατεβαίν’ 'ς τα ουλούδια δεντρά, σο απίδ’ πολύ
(Ο κεραυνός πέφτει στα μεγάλα δέντρα, πιο πολύ στην αχλαδιά)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
γιλντιρίμι, σάφκι, τσακμάκι