αστραπή
(ουσ. θηλ.)
αστραπή
[astraˈpi]
Ανακ., Φάρασ., Φκόσ.
Αρχ. ουσ. ἀστραπή.
Αστραπή
:
Ξείλτσεν αστραπή
(Έπεσε αστραπή)
Φκόσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ371
Αστραπή κατεβαίν’ 'ς τα ουλούδια δεντρά, σο απίδ’ πολύ
(Ο κεραυνός πέφτει στα μεγάλα δέντρα, πιο πολύ στην αχλαδιά)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Παροιμ.
Το κατινό ουρανός 'ς τήν αστραπή τζ̑ο φοβείται.
(Καθαρός ουρανός αστραπές δε φοβάται˙ ο ενάρετος δεν φοβάται τις κατηγορίες)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
γιλντιρίμι, σάφκι, τσακμάκι
Τροποποιήθηκε: 24/07/2025