ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

άσωστος (επίθ.) άσωστο [ˈasosto] Αραβαν., Γούρδ. άσωτο [ˈasoto] Αραβαν., Σεμέντρ. Μεσν. επίθ. ἄσωστος = ελλιπής, το οπ. από το στερητ. α-, το θ. αορ. σωσ- του ρ. σώνω και το παραγωγ. επίθμ. -τος. Μάλλον δεν υφίσταται ιστορική συνέχεια με το αρχ. επίθ. ἄσωστος = αυτός που δεν μπορεί να σωθεί.
1. Ατέλειωτος Αραβαν., Σεμέντρ. Συνών. απλήρωτος
2. Ελλιπής Γούρδ. Συνών. εξίκι, εξικλής, κιοτού, τσουρούκικος