άσωστος
(επίθ.)
άσωστο
[ˈasosto]
Αραβαν., Γούρδ.
άσωτο
[ˈasoto]
Αραβαν., Σεμέντρ.
Μεσν. επίθ. ἄσωστος = ελλιπής, το οπ. από το στερητ. α-, το θ. αορ. σωσ- του ρ. σώνω και το παραγωγ. επίθμ. -τος. Μάλλον δεν υφίσταται ιστορική συνέχεια με το αρχ. επίθ. ἄσωστος = αυτός που δεν μπορεί να σωθεί.