ατζί
(επίθ.)
ατζ̑ι̂́
[aˈdʒɯ]
Αξ., Μισθ., Τελμ., Τσαρικ.
Αρσ.
ατσ̑ής
[aˈtʃis]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. acı = α) πικρός β) για τρόφιμα, χαλασμένος γ) για τρόφιμα, αψύς, καυτερός δ) γλυφός ε) μτφ., πικρός, οδυνηρός στ) μτφ., σκληρός, καυστικός· η λ. και ως ουσ. με σημ. α) πόνος φυσικός β) πόνος ψυχικός, καημός, θλίψη.
1. Πικρός
Τελμ., Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Όσο και πίνεις ατζι̂́ γιλάτσι, άσον εκείνο το στόμα σ' γλυκιανίσκει
(Όσο πικρό κι αν είναι το φάρμακο που πίνεις, από αυτό γλυκαίνει το στόμα σου˙ κάτι μπορεί να είναι δύσκολο ή δυσάρεστο αλλά μακροπρόθεσμα ωφέλιμο)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
αγού, ζεχίρι, πικρός, τσουτσούρι, φαρμάκι :2, Αντίθ
γλυκός :1, τατλούς :2
2. Ως ουσ., πίκρα, στεναχώρια
Αξ., Μισθ., Τσαρικ., Φάρασ.
:
Χεγός άλλο ατζ̑ι̂́ μη σε ντείχ'
(Ο Θεός ας μη σου δείξει άλλη πίκρα)
Αξ.
-Μαυροχ.
Τι ατζι̂́ ήdουν ατό ντου ντώκις 'ζ μάνα τ' να κουρτίσ';
(Τι πίκρα ήταν αυτή που έδωσες στην μάνα του να καταπιεί;)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Συνών.
σουλάιμα :2, τασά, Αντίθ
χαβάσι, χαβασιλίκι, χαρά :1