ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ατζί (επίθ.) αdζ̑ι̂́ [aˈdʒɯ] Αξ., Μισθ., Τελμ., Τσαρικ. Αρσ. ατσ̑ής [aˈtʃis] Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. acı = α) πικρός β) για τρόφιμα, χαλασμένος γ) για τρόφιμα, αψύς, καυτερός δ) γλυφός ε) μτφ., πικρός, οδυνηρός στ) μτφ., σκληρός, καυστικός· η λ. και ως ουσ. με σημ. α) πόνος φυσικός β) πόνος ψυχικός, καημός, θλίψη.
1. Πικρός Τελμ., Φάρασ. : || Παροιμ. Όσο και πίνεις αdζι̂́ γιλάτσι, άσον εκείνο το στόμα σ' γλυκιανίσκει (Όσο πικρό κι αν είναι το φάρμακο που πίνεις, από αυτό γλυκαίνει το στόμα σου˙ κάτι μπορεί να είναι δύσκολο ή δυσάρεστο αλλά μακροπρόθεσμα ωφέλιμο) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. αγού :3, ζεχίρι, πικρός, τσουτσούρι, φαρμάκι
2. Ως ουσ., πίκρα, στεναχώρια Αξ., Μισθ., Τσαρικ., Φάρασ. : Χεγός άλλο αdζ̑ι̂́ μη σε ντείχ' (Ο Θεός ας μη σου δείξει άλλη πίκρα) Αξ. -Μαυροχ. Τι αdζι̂́ ήdουν ατό ντου ντώκις 'ζ μάνα τ' να κουρτίσ'; (Τι πίκρα ήταν αυτή που έδωσες στην μάνα του να καταπιεί;) Τσαρικ. -Καραλ. Συνών. σουλάιμα :2, τασά