ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φαρμάκι (ουσ. ουδ.) φαρμάκι [farˈmaci] Ανακ., Μισθ., Τελμ. φαρμάκ' [farˈmak] Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Σίλατ., Φλογ. Από το αρχ. ουσ. φαρμάκιον.
1. Δηλητήριο ό.π.τ. : Αλείφ' τα με φαρμάκ' (Τα άλειψε με δηλητήριο) Σίλατ. -Dawk. || Ασμ. Ανοίζει και το μεσιανό, παλιού φιδιού φαρμάκι.
Κερνά και πίν' Μαυρόγιαννης, και εις τους άλλους δίνει.
Μαυρόγιαννης απέθανε κι άλλοι ψυχομαχούνε
(Ανοίγει και το μεσαίο (πιθάρι), παλιού φιδιού φαρμάκι.
Κερνά και πίνει ο Μαυρόγιαννης, και στους άλλους δίνει.
Ο Μαυρόγιαννης πέθανε κι άλλοι ψυχομαχούν)
Τελμ. -Αινατζ.
Συνών. ζεχίρι, ντερμάνι, αγού
2. Μτφ., πικρός Φλογ. : || Φρ. Μέρα φαρμάκ' (Μέρα φαρμάκι˙ Πολύ κρύα μέρα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. αγού :3, ατζί, ζεχίρι :2, πικρός, τσουτσούρι