ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φαρακλίκα (ουσ.) φαρακλίκα [faraˈklika] Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ., Φλογ. Από το μεσν. επίθ. φαρακλός (< αρχ. φαλακρός) και το παραγωγ. επίθμ. -ίκα. Δεν αποκλείεται η καππ. λ. να αποτελεί απόδοση των τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kel karga και kel falak = α) κίσσα β) καρακάξα (απαντά και ως falak = είδος κίσσας, βλ. THADS 5, λ. falak III, THADS 8, λ. kel falak, kel karga), όπου kel = φαλακρός. Επιπλέον πβ. και τουρκ. διαλεκτ. ουσ. alafalak και alafarlak = α) είδος πουλιού που μοιάζει σε περιστέρι β) άτακτος, αποδιοργανωμένος.
1. Το πτηνό κίσσα (garrulus glandarius) της οικογενείας των Κορακιδών ό.π.τ. : || Παροιμ. Ο Θεός φαρακλίκας λόγια δεν ακούει (Ο Θεός δεν ακούει τα λόγια της κίσσας˙ Μην δίνεις σημασία στις κατάρες ασήμαντων ανθρώπων) -Αρχέλ. Ο Θεός αν ήκουε τις φαρακλίκες ήθελαν ψοφήσουν όλα τα γαϊδούρια (Ο Θεός αν άκουγε τις κίσσες θα ψόφαγαν όλα τα γαϊδούρια˙ το ίδιο) Σινασσ. -Αρχέλ.
2. Μτφ., ανόητη και φλύαρη γριά, γριά καρακάξα Μαλακ., Σίλατ., Φλογ.