ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φάμπουλο (ουσ. ουδ.) φάμbουλο [ˈfambulo] Αξ. φαμbούλι [famˈbuli] Σινασσ. φαμbούλ' [famˈbul] Μαλακ. παbούλ' [paˈbul] Φλογ. μαμbούλ' [mamˈbul] Φλογ. φιλάbουρου [fiˈlaburu] Μισθ. Aπό το μεσν. ουσ. φλάμπουρο (< λατιν. flammulum) χωρίς την ανομ. υγρών. Πβ. διπλοφάμπουλος
Το λειρί της κότας ή του πετεινού ό.π.τ. : Ντου φιλάbουρου τ’ βγαίν’ ένα νουνdζιά (To λειρί του βγαίνει μιά ουγγιά) Μισθ. -ΚΜΣ-ΚΠ242 Συνών. κάγια, κεκίλι, λειρί