ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φάλαγγα (ουσ. θηλ.) φάλαgα [ˈfalaga] Αξ., Αραβαν., Σίλατ. φάλακα [ˈfalaka] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Ουλαγ., Σίλ., Φερτάκ. φάλαqα [ˈfalaqa] Φλογ. Από το αρχ. ουσ. φάλαγξ -γγος. Ο τύπ. φάλακα αντιδάν. από τουρκ. falaka < ελλ. φάλαγγα. Πβ. και νεότ. ουσ. φάλαγγας = το βασανιστήριο φάλαγγα (Mackridge 2021: 149).
1. Tρόπος σωματικής τιμωρίας, συνήθως μαθητών, με πέδηση των ποδιών και χτυπήματα στα πέλματα Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Ουλαγ., Σίλατ. : Έπαρ' ετό το άρωπο και βάησ' το σο φάλαγγα (Πάρε αυτό τον άνθρωπο και βάλε τον στην φάλαγγα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Έπιασ' μας τση φάλακα (Μας τιμώρησε με τη φάλαγγα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Πηρπήγεν ντο κάτω σα μπουdρούμια, βάφ'κε τα πρέγια τ’ σο φάλαγγα και έdωκεν ντο ένα καλό ξ̑ύλο (Τον πήγε κάτω στα μπουντρούμια, έβαλε τα ποδάρια του στη φάλαγγα και του έδωσε ένα καλό ξύλο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.
2. Ξύλινη μπάρα για το κλείσιμο των παραθύρων Φερτάκ.