ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φαϊντασίζ (επίθ.) φαϊdασι̂́ζ [fajdaˈsɯz] Αξ. Από το τουρκ. επίθ. faydasız = ανώφελος.
Ανώφελος, μάταιος : «Εϊβάχ, τι μποίκα εγώ», αν είπεν gιόλα, φαϊdασι̂́ζ τον. («Αχ βαχ, τι έκανα» κι ας είπε, ήταν μάταιο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.