φαϊντασίζ
(επίθ.)
φαϊdασι̂́ζ
[fajdaˈsɯz]
Αξ.
Από το τουρκ. επίθ. faydasız = ανώφελος.
Ανώφελος, μάταιος
:
«Εϊβάχ, τι μποίκα εγώ», αν είπεν gιόλα, φαϊdασι̂́ζ τον.
(«Αχ βαχ, τι έκανα» κι ας είπε, ήταν μάταιο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
μποσά :2, Αντίθ
χαϊρλούς :3
Τροποποιήθηκε: 19/03/2025