φαϊντασίζ
(επίθ.)
φαϊdασι̂́ζ
[fajdaˈsɯz]
Αξ.
Από το τουρκ. επίθ. faydasız = ανώφελος.
Ανώφελος, μάταιος
:
«Εϊβάχ, τι μποίκα εγώ», αν είπεν gιόλα, φαϊdασι̂́ζ τον.
(«Αχ βαχ, τι έκανα» κι ας είπε, ήταν μάταιο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.