φαϊντάς
(ουσ. αρσ.)
φαϊdάς
[faiˈdas]
Φάρασ.
φαϊτάς
[faiˈtas]
Φάρασ., Φλογ.
φαϊντά
[faiˈda]
Αξ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. fayda = όφελος, πλεονέκτημα.
Όφελος
ό.π.τ.
:
Ογώ τί φαΐντά θα έχου;
(Εγώ τι όφελος θα έχω;)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Κλαίει, κουπώνει, αμμά φαϊdά ρε φτσ̑άνει
(Κλαίει, χύνει (ενν. δάκρυα), αλλά δεν βρίσκει όφελος)
Σίλ.
-Dawk.
Εγώ σας ζαράρι τζ̑ο φτένω. έχω φαϊντά σ’ εσάς
(Εγώ δε θα σας κάνω ζημιά, έχω όφελος από εσάς)
Φάρασ.
-Dawk.
Οπ' μένα φάιdα δεν έσ̑ει
(Από εμένα δεν έχει όφελος)
Σίλ.
-ΚΜΣ-CD
Α δε βρίσ̑κισκεν φαϊτά, α δε νισ̑κότον καλά, παιρπαίνσ̑καν το σο Λίμνα, σο τσ̑άρκ
(Αν δεν έβρισκε όφελος από αυτό, αν δεν γινόταν καλά, το πήγαιναν στη Λίμνα, στη φτερωτή του μύλου όπου έπεφτε το νερό)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Φρ.
Φτένω φαϊdάς
(Φτιάχνω όφελος˙ Ωφελώ)
Φάρασ.
-Αναστασ.
|| Παροιμ.
Σαμού τζ̑ό 'σ̑' ο νομάτ' παράδε, άτσονdου 'α νά 'σ̑' χ̇ίλι, φαϊτάς τζ̑ό 'σ̑ει.
(Αν δεν έχει ο άνθρωπος λεφτά, όσο μυαλό και να έχει, δεν έχει όφελος)
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
μεφά