ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζημιά (ουσ. θηλ.) ζημιά [ziˈmɲa] Μισθ. ζεμιά [zeˈmɲa] Μαλακ., Φλογ. Από το αρχ. ουσ. ζημία. Ο τύπ. ζημιά μεσν. Ο τύπ. ζεμιά με [e] λόγω του παρακείμενου ερρίνου.
Zημιά, ιδίως αυτή που προκαλείται από ζώα σε κτήμα ό.π.τ. : Ζημιά νίιτι (Γίνεται ζημιά) Μισθ. -Κωστ.Μ. || Φρ. Ζεμιά δεν έχ' (Δεν έχει ζημιά˙ δεν πειράζει) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. ζαράρι, ζιγιάνι, Πβ. κακό