ζημιά
(ουσ. θηλ.)
ζημιά
[ziˈmɲa]
Μισθ.
ζεμιά
[zeˈmɲa]
Μαλακ., Φλογ.
Από το αρχ. ουσ. ζημία. Ο τύπ. ζημιά μεσν. Ο τύπ. ζεμιά με [e] λόγω του παρακείμενου ερρίνου.
Zημιά, ιδίως αυτή που προκαλείται από ζώα σε κτήμα
ό.π.τ.
:
Ζημιά νίιτι
(Γίνεται ζημιά)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Φρ.
Ζεμιά δεν έχ'
(Δεν έχει ζημιά˙ δεν πειράζει)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
ζαράρι, ζιγιάνι, κακό :2, Αντίθ
απολαβή :1, διάφορο :1
Τροποποιήθηκε: 11/07/2025