ζημιά
(ουσ. θηλ.)
ζημιά
[ziˈmɲa]
Μισθ.
ζεμιά
[zeˈmɲa]
Μαλακ., Φλογ.
Από το αρχ. ουσ. ζημία. Ο τύπ. ζημιά μεσν. Ο τύπ. ζεμιά με [e] λόγω του παρακείμενου ερρίνου.