ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζήλεια (ουσ.) ζήλεια [ˈziʎa] Σινασσ. ζούλεια [ˈzuʎa] Γούρδ., Σινασσ. Νεότ. ουσ. ζήλια, το οπ. από το μεσν. ουσ. ζηλεία. Ο τύπ. ζούλεια από το νεότ. ουσ. ζούλια (Mackridge 2021: 113), το οπ. από το μεσν. ζηλεία με [i > u] από επίδρ. του [l].
Ζήλεια, φθόνος Συνών. παχουλάντημα