ζήλεια
(ουσ.)
ζήλεια
[ˈziʎa]
Σινασσ.
ζούλεια
[ˈzuʎa]
Γούρδ., Σινασσ.
Νεότ. ουσ. ζήλια, το οπ. από το μεσν. ουσ. ζηλεία. Ο τύπ. ζούλεια από το νεότ. ουσ. ζούλια (Mackridge 2021: 113), το οπ. από το μεσν. ζηλεία με [i > u] από επίδρ. του [l].
Ζήλεια, φθόνος
Συνών.
παχουλάντημα