ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζευγλοδέτης (ουσ.) ζευλοδότα [zevloˈðota] Μαλακ. ζευλογιότι [zevloˈʝoti] Μισθ. ζευγλογιότ' [zevɣloˈʝot] Αξ., Τροχ. ζευλαγιάτ’ [zevlaˈʝat] Αξ. ζευλογάδι [zevloˈɣaði] Ανακ. ζευλογάτι [zevloˈɣati] Φλογ. ζευγολότι [zevɣoˈloti] Μισθ. ζευγολίτι [zevɣoˈliti] Μισθ. ζευλορόσ̑' [zevloˈroʃ] Αραβαν. Πληθ. ζευλοδότις [zevloˈðotis] Μαλακ. ζευγλορότσια [zevɣloˈrotsça] Γούρδ. ζευγλογιότ' [zevɣloˈʝot] Αξ., Τροχ. ζευλορόσ̑' [zevloˈroʃ] Αραβαν. Πληθ. ζευλοδότις [zevloˈðotis] Μαλακ. ζευλοδότα [zevloˈðota] Μαλακ. Οι Μαυροχαλυβίδης & Κεσίσογλου (1960, 101) το ανάγουν σε ένα αμάρτυρο *ζευγλοδέτης (αλλά πβ. και ν.ε. διαλεκτ. ζευγλοδέτης Κυκλ.), κάτι που αποδέχεται και ο Andriotis (1974, λήμμα ζεύγλη). Πιθανώς έχουμε την εξέλιξη ζευγλοδέτης > ζευλοδέτης > ζευλογέτης > ζευλογιότης (πβ. γεφύρι > γιοφύρι). Ο τύπ. με ζευγολ- με μετάθ. Πβ. και πρώιμ. μεσν. ουσ. ζυγοδέτης και αμάρτ. ζευγλόδεσμος (πβ. Ἡσύχ. Ζ 123 «ζευγλόδεσμον· ὁ ἱμὰς τοῦ ζυγοῦ» και Ἡσύχ. Ζ 192 «ζυγόδεσμον· ὁ ἱμὰς τοῦ ζυγοῦ, ὃν ἔνιοι ζυγοδέτην»).
1. Σχοινιά που κρέμονταν από την άκρη των ζευ(γ)λιών και δένονταν κάτω από τον λαιμό του ζώου έτσι να τον κρατήσουν στην θέση που έπρεπε στον ζυγό. ό.π.τ. : || Ασμ. Είν' τσ̑ι τα ζευλογιότια τ' σαν άκλωστα μετάξια Μισθ. -Κωστ.Μ. Είν' τα ζευγολίτια τ' σαν άκλωστα μετάξια Μισθ. -Κωστ.Μ. Είν’ το ζευλοδότα τ’ το Μπούρσας το μετάξι -ΚΜΣ-Τραγ.
2. Πασχαλινό τσουρέκι από εκλεκτά υλικά το οπ. σταύρωναν με δυο λωρίδες από ζυμάρι Αξ.
3. Σχοινί που κρέμεται από την άκρη της ζεύγλης και δένεται κάτω από τον λαιμό του ζώου για να τον κρατήσει στην σωστή θέση στον ζυγό ό.π.τ. : || Ασμ. Είν' τσ̑ι τα ζευλογιότια τ' σαν άκλωστα μετάξια (Είναι και οι ζευγλοδέτες του σαν άκλωστα μετάξια) Μισθ. -Κωστ.Μ. Είν' τα ζευγολίτια τ' σαν άκλωστα μετάξια Μισθ. -Κωστ.Μ. Είν’ το ζευλοδότα τ’ το Μπούρσας το μετάξι (Είναι οι ζευγλοδέτες του της Προύσας το μετάξι) Μαλακ. -ΚΜΣ-Τραγ. Έχει και τα ζευγλορότσ̑α τ’ ασ' Πούρσας το μετάξι (Είναι και τα ζυγόλουρά του από μετάξι της Προύσας· κάλαντα Πρωτοχρονιάς) Μισθ. -Κωστ.Μ.