ζήλεμα
(ουσ. αρσ.)
τζ̑ήλεμα
[ˈdʒilema]
Αραβαν.
Από το ρ. ζηλεύω, όπου και τύπ. τζ̑ηλεύω, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.