ζιγάρτημα
(ουσ. ουδ.)
ζιγάρτημα
[ziˈɣartima]
Φάρασ.
Από το ρ. ζιγαρτίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Διαμαρτυρία, γκρίνια