ζίβανα
(ουσ.)
ζίβανα
[ˈzivana]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. zıvana = μικρός σωλήνας (< περσ. zabāna ή zubāne).
1. Σωλήνας πίπας
2. Γενικότερα, σωλήνας
Συνών.
μπορού