ζητιέρης
(ουσ.)
ζητι-έρ'
[zitiˈer]
Φάρασ.
Νεότ. ουσ. ζητιάρης, το οπ. από το νεότ. ουσ. ζητεία = επαιτεία ή το νεότ. ουσ. ζήτη = επαιτεία και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης.
Ζητιάνος
Συνών.
απτάλης, ντεσιριτζής, ντιλεντζής