ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζεφκλέντισμα (ουσ. ουδ.) ζεφκλάdισμα [zefˈkladizma] Αξ., Τροχ. ζαφκλάdισμα [zafˈkladizma] Αξ., Τροχ. σαφκλάdισμα [safˈkladizma] Αξ. Από το ρ. ζεφκλεντίζω, όπου και τύπ. σεφκλενdίζω και ζεφκλεdίζω, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Πείραγμα, «δούλεμα» ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 15/10/2025