ζεφκλέντισμα
(ουσ. ουδ.)
σαφκλάdισμα
[safˈkladizma]
Αξ.
Από το ρ. ζεφκλεντίζω, όπου και τύπ. σεφκλενdίζω, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Πείραγμα
Τροποποιήθηκε: 02/08/2025