ζεφκλέντισμα
(ουσ. ουδ.)
ζεφκλάdισμα
[zefˈkladizma]
Αξ., Τροχ.
ζαφκλάdισμα
[zafˈkladizma]
Αξ., Τροχ.
σαφκλάdισμα
[safˈkladizma]
Αξ.
Από το ρ. ζεφκλεντίζω, όπου και τύπ. σεφκλενdίζω και ζεφκλεdίζω, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Πείραγμα, «δούλεμα»
ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 15/10/2025