ζεχιρλέτισμα
(ουσ. ουδ.)
ζεχ̇ιρλέτισμα
[zexirˈletizma]
Αφσάρ.
ζεχ̇ερλέτισμα
[zexerˈletizma]
Φάρασ.
Από το ρ. ζεχιρλετίζω, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Δηλητηρίαση