ζευγλόρραμα
(ουσ. ουδ.)
ζευρόλαμμα
[zeˈvrolama]
Φλογ.
Από τα ουσ. ζευγλί, όπου και τύπ. ζευλί, και ράμμα, με μετάθ. υγρών. Πβ. ν.ε. διαλεκτ. ζευλόραμμα (Κυκλ., Δωδεκάν., Κύπρ.).
Σχοινί με το οπ. δένεται η ζεύλα στο αλέτρι.