ζευγαράτης
(ουσ. αρσ.)
ζευγαράτ'
[zevɣaˈrat]
Φάρασ.
ζευγαράτοι
[zevɣaˈrati]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. ζευγαρᾶτος, πληθ. ζευγαρᾶτοι, με αναλογ. ενικό ζευγαράτης. Πβ. αλογάτος-αλογάτης.