ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσιφτσής (ουσ. αρσ.) τσιφτσής [tsif'tsis] Ανακ., Σινασσ., Τζαλ. τσ̑ιφτσής [tʃif'tsis] Μαλακ. τσ̑ιφτσ̑ής [tʃif'tʃis] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μισθ., Σατ., Φάρασ., Φκόσ., Φλογ. τσ̑ιφτσή [tʃif'tsi] Ουλαγ. τσιφζής [tsif'zis] Φλογ. Πληθ. τσιφτσήδοι [tsif'tsiði] Μαλακ. τσ̑ιφτσ̑ήρε [tʃif'tʃire] Αραβαν. τσιφτσία [tsifˈtsia] Μπέηκ. Από το τουρκ. ουσ. çiftçi = γεωργός (< çift = ζευγάρι, πβ. το κοινό ζευγάς).
1. Γεωργός ό.π.τ. : Ούλ-λα τσ̑ιφτσ̑ήρε ήρταν ας τα γιαbάνια τουν (όλοι οι γεωργοί ήρθαν από τα χωράφια τους) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Τσ̑ιφτσ̑ή ναίκα (η γυναίκα του γεωργού) Μισθ. -Κωστ.Μ. Τσιφτσής ντου μουχώπουρου αψά γιορουλντίζ΄ (ο αγρότης το φθινόπωρο γρήγορα κουράζεται) Μισθ. -Κοτσαν. Σο γιαζι̂́ ηύρε 'να τσ̑ιφτσ̑ής, λάμνισ̑κεν (Στους αγρούς βρήκε ένα γεωργό, όργωνε) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Φρ. Ας γενεί τσιφζής (Ας γίνει γεωργός˙ μακάρι να γίνει καλός γεωργός, ευχή που λεγόταν όταν κρεμούσαν τον ομφάλιο ενός αρσενικού νεογνού στον τοίχο του σπιτιού) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1425 || Ασμ. Πήγαν μακρά και κόνdησαν, ένα τσιφτσή ευρήκαν.
Να μη σε ειπούμ' τσιφτσή-πασ̑η, ιννιά αδέλφια είδες;
(Πήγαν μακριά και πλησίασαν, βρήκαν ένα γεωργό.
Για να σου πούμε αφέντη γεωργέ, μήπως είδες εννιά αδέλφια;)
Ανακ. -ΙΛΝΕ 374
β. Boηθός, παραγιός γεωργού Μπέηκ.
2. Χωρικός Αξ.