τσιφτσής
(ουσ. αρσ.)
τσιφτσής
[tsif'tsis]
Ανακ., Σινασσ., Τζαλ.
τσ̑ιφτσής
[tʃif'tsis]
Μαλακ.
τσ̑ιφτσ̑ής
[tʃif'tʃis]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μισθ., Σατ., Φάρασ., Φκόσ., Φλογ.
τσ̑ιφτσή
[tʃif'tsi]
Ουλαγ.
τσιφζής
[tsif'zis]
Φλογ.
Πληθ.
τσιφτσήδοι
[tsif'tsiði]
Μαλακ.
τσ̑ιφτσ̑ήρε
[tʃif'tʃire]
Αραβαν.
τσιφτσία
[tsifˈtsia]
Μπέηκ.
Από το τουρκ. ουσ. çiftçi = γεωργός (< çift = ζευγάρι, πβ. το κοινό ζευγάς).
1. Γεωργός
ό.π.τ.
:
Ούλ-λα τσ̑ιφτσ̑ήρε ήρταν ας τα γιαbάνια τουν
(όλοι οι γεωργοί ήρθαν από τα χωράφια τους)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Τσ̑ιφτσ̑ή ναίκα
(η γυναίκα του γεωργού)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Τσιφτσής ντου μουχώπουρου αψά γιορουλντίζ΄
(ο αγρότης το φθινόπωρο γρήγορα κουράζεται)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σο γιαζι̂́ ηύρε 'να τσ̑ιφτσ̑ής, λάμνισ̑κεν
(Στους αγρούς βρήκε ένα γεωργό, όργωνε)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Φρ.
Ας γενεί τσιφζής
(Ας γίνει γεωργός˙ μακάρι να γίνει καλός γεωργός, ευχή που λεγόταν όταν κρεμούσαν τον ομφάλιο ενός αρσενικού νεογνού στον τοίχο του σπιτιού)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1425
|| Ασμ.
Πήγαν μακρά και κόνdησαν, ένα τσιφτσή ευρήκαν.
Να μη σε ειπούμ' τσιφτσή-πασ̑η, ιννιά αδέλφια είδες; (Πήγαν μακριά και πλησίασαν, βρήκαν ένα γεωργό.
Για να σου πούμε αφέντη γεωργέ, μήπως είδες εννιά αδέλφια;) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374
Να μη σε ειπούμ' τσιφτσή-πασ̑η, ιννιά αδέλφια είδες; (Πήγαν μακριά και πλησίασαν, βρήκαν ένα γεωργό.
Για να σου πούμε αφέντη γεωργέ, μήπως είδες εννιά αδέλφια;) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374
β.
Boηθός, παραγιός γεωργού
Μπέηκ.
2. Χωρικός
Αξ.