τσίφτι
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ίφτι
['tʃifti]
Αραβ., Φάρασ.
τ͑σ̑ίφτι
['tʰʃifti]
Τσουχούρ., Φάρασ.
τσ̑ίφτ'
[tʃift]
Αξ., Μισθ., Σεμέντρ., Σινασσ., Φλογ.
τσιφ
[tsif]
Μισθ.
τσ̑ιφ
[tʃif]
Μισθ.
Πληθ.
τσ̑ίφτια
['tʃiftça]
Σίλ.
τσ̑ίφια
['tʃifça]
Μισθ.
τσούφτια
['tsuftça]
Σινασσ.
τζούφτιε
[ˈdzuftçe]
Σινασσ.
τ͑σ̑ίφτα̈́δα
[tʰʃiˈftæða]
Αφσάρ.
τ͑σ̑ίφτα̈́δε
[tʰʃiˈftæðe]
Φάρασ.
τσουφτέδια
[tsuˈfteðʝa]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. çift = ζευγάρι (< περσ. cuft) όπου και διαλεκτ. τύπ. çif (THADS 3, λ. çif).
1. Ζευγάρι
ό.π.τ.
:
Πήρα ένα τσ̑ιφτ' ταυϊριά
(πήρα ένα ζευγάρι ταύρους)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ένα τσίφτ' βάλια
(Ένα ζευγάρι βουβάλια)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ280
Μονά τσ̑ίφτια
(μονά ζευγάρια)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
'γόρασα να τσίφ' γούντουρις
(αγόρασα ένα ζευγάρι παπούτσια)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ατό τό ατέτι κρατείνκαν τα σώστου να δωρίσει η νύφη σον πεθερό α γολούς, σην πεθερά αγλέχα ή αν τσίφτι τσ̑οράπα
(Αυτό το έθιμο το κρατούσαν ώσπου να δωρίσει η νύφη στον πεθερό της ένα πουκάμισο, στην πεθερά μαντήλι ή ένα ζευγάρι κάλτσες)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Δυό τζούφτιε ποδόρτια
(Δυό ζευγάρια κάλτσες)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
2. Για ποσότητες, ζυγά
Φλογ.
:
Τρία χρόνους ύστερα, πέντε χρόνους ύστερα, τέκια να είναι, τσ̑ίφτια να μη είναι
(Τρία χρόνια μετά, πέντε χρόνια μετά, μονά να είναι, ζυγά να μην είναι)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812