ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσίφτι (ουσ. ουδ.) τσ̑ίφτι ['tʃifti] Αραβ., Φάρασ. τ͑σ̑ίφτι ['tʰʃifti] Τσουχούρ., Φάρασ. τσ̑ίφτ' [tʃift] Αξ., Μισθ., Σεμέντρ., Σινασσ., Φλογ. τσιφ [tsif] Μισθ. τσ̑ιφ [tʃif] Μισθ. Πληθ. τσ̑ίφτια ['tʃiftça] Σίλ. τσ̑ίφια ['tʃifça] Μισθ. τσούφτια ['tsuftça] Σινασσ. τζούφτιε [ˈdzuftçe] Σινασσ. τ͑σ̑ίφτα̈́δα [tʰʃiˈftæða] Αφσάρ. τ͑σ̑ίφτα̈́δε [tʰʃiˈftæðe] Φάρασ. τσουφτέδια [tsuˈfteðʝa] Σινασσ. Από το τουρκ. ουσ. çift = ζευγάρι (< περσ. cuft) όπου και διαλεκτ. τύπ. çif (THADS 3, λ. çif).
1. Ζευγάρι ό.π.τ. : Πήρα ένα τσ̑ιφτ' ταυϊριά (πήρα ένα ζευγάρι ταύρους) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ένα τσίφτ' βάλια (Ένα ζευγάρι βουβάλια) Σεμέντρ. -ΚΜΣ-ΚΠ280 Μονά τσ̑ίφτια (μονά ζευγάρια) Σίλ. -Κωστ.Σ. 'γόρασα να τσίφ' γούντουρις (αγόρασα ένα ζευγάρι παπούτσια) Μισθ. -Κοτσαν. Ατό τό ατέτι κρατείνκαν τα σώστου να δωρίσει η νύφη σον πεθερό α γολούς, σην πεθερά αγλέχα ή αν τσίφτι τσ̑οράπα (Αυτό το έθιμο το κρατούσαν ώσπου να δωρίσει η νύφη στον πεθερό της ένα πουκάμισο, στην πεθερά μαντήλι ή ένα ζευγάρι κάλτσες) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Δυό τζούφτιε ποδόρτια (Δυό ζευγάρια κάλτσες) Σινασσ. -Λεύκωμα
2. Για ποσότητες, ζυγά Φλογ. : Τρία χρόνους ύστερα, πέντε χρόνους ύστερα, τέκια να είναι, τσ̑ίφτια να μη είναι (Τρία χρόνια μετά, πέντε χρόνια μετά, μονά να είναι, ζυγά να μην είναι) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812
3. Όργωμα Φάρασ. Συνών. αλέτρισμα, ικιλεμέ, λάμνημα, λάσιμο