ικιλεμέ
(ουσ. ουδ.)
ικ͑ιλεμέ
[ikʰileˈme]
Ανακ., Σίλατ.
Από το τουρκ. ουσ. ikileme = α)διπλασιασμός β) επανάληψη γ) διπλό όργωμα. Προφανώς αρχικά τουλάχιστον επρόκειτο για διβόλισμα (όργωμα για δεύτερη φορά).