ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ικιλεμέ (ουσ. ουδ.) ικ͑ιλεμέ [ikʰileˈme] Ανακ., Σίλατ. Από το τουρκ. ουσ. ikileme = α)διπλασιασμός β) επανάληψη γ) διπλό όργωμα. Προφανώς αρχικά τουλάχιστον επρόκειτο για διβόλισμα (όργωμα για δεύτερη φορά).
Όργωμα ό.π.τ. : Πααίνισκαμ' σο ικ͑ιλεμέ (Πήγαιναν στο όργωμα) Ανακ. -Κωστ.Α. Σο ικ͑ιλεμέ οι κότες κόφτισ̑καν (Στην εποχή του οργώματος (ενν. λόγω ζέστης) οι κότες σταματούσαν να γεννούν αβγά) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. αλέτρισμα, λάμνημα, λάσιμο, τσίφτι