ιδρώνω
(ρ.)
ιδρώνω
[iˈðrono]
Γούρδ., Φάρασ.
ιdρώνω
[iˈdrono]
Αραβαν.
γιdρώνω
[ʝiˈdrono]
Αξ.
γιdρώνου
[ʝiˈdronu]
Μισθ.
γιτρώνου
[ʝiˈtronu]
Μισθ.
γιουρντώνου
[ʝurˈdonu]
Σίλ.
ιρδώνω
[irˈðono]
Φλογ.
Αόρ.
ίδρωσα
[ˈiðrosa]
Φάρασ.
ίζρωσα
[ˈizrosa]
Μισθ.
γίdρουσα
[ˈʝidrusa]
Μισθ.
Από το αρχ. ρ. ἱδρόω-ῶ. Ο τύπ. ιδρώνω νεότ.
Ιδρώνω
ό.π.τ.
:
Καλοκαίρ' πολύ γιουρντώνου
(Το καλοκαίρι ιδρώνω πολύ)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ίδρωσα, 'εμώθανε τα φτείρε σα ρούχα μου
(Ίδρωσα, γέμισαν ψείρες τα ρούχα μου)
Φάρασ.
-Dawk.
Γίdρουσα, ντου 'μάτι μ' κόπη λερό
(Ίδρωσα, το πουκάμισό μου μούσκεψε)
Μισθ.
-ΚΜΣ-ΚΠ242
'σ' το σ̑όνι φούσκωσε τσ̑αι 'σ' το χ̇ίτεμα ίδρωσε
(Από το χιόνι βράχηκε και από το τρέξιμο ίδρωσε)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Γίτρουσις, να μούμ' μέσα, ε;
(Ίδρωσες (ενν. από την ζέστη), να μπούμε μέσα, ε;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Παροιμ.
'ς το χαμάμ το μαίν', γιdρών' γκαι βγ̇αίν'
(Στο χαμάμ όποιος μπαίνει, ιδρώνει και βγαίνει˙ όποιος μπει στον χορό θα χορέψει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.