ιζ
(ουσ. ουδ.)
ιζ
[iz]
Μισθ., Ουλαγ.
ίζι
[ˈizi]
Φάρασ.
Πληθ.
ίζια
[ˈizʝa]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. iz = πατημασιά, ίχνος.