ίζι
(ουσ. ουδ.)
ίζι
[ˈizi]
Φάρασ.
ιζ'
[iz]
Μισθ., Ουλαγ.
Πληθ.
ίζια
[ˈizʝa]
Μισθ., Τροχ.
Από το τουρκ. ουσ. iz = πατημασιά, ίχνος.
Πατημασιά, αχνάρι, ίχνος.
ό.π.τ.
:
Πιάσα το ’σ’ τα ίζια
(Τον έπιασα από τις πατημασιές, από τα ίχνη που άφησε)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1556
Συνών.
αχνάρι, ιχνάδι, πάτημα :1, πατίχνα :1, πατιχνιά :1
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024