ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ίζι (ουσ. ουδ.) ίζι [ˈizi] Φάρασ. ιζ' [iz] Μισθ., Ουλαγ. Πληθ. ίζια [ˈizʝa] Μισθ., Τροχ. Από το τουρκ. ουσ. iz = πατημασιά, ίχνος.
Πατημασιά, αχνάρι, ίχνος. ό.π.τ. : Πιάσα το ’σ’ τα ίζια (Τον έπιασα από τις πατημασιές, από τα ίχνη που άφησε) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1556 Συνών. αχνάρι, ιχνάδι, πάτημα :1, πατίχνα :1, πατιχνιά :1
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024