ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ίδρος (ουσ. αρσ.) ίδρος [ˈiðros] Ανακ., Γούρδ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ. ίδρους [ˈiðrus] Μαλακ., Φάρασ. γίdρος [ˈʝidros] Αξ. γίτρους [ˈʝitrus] Μισθ. ίρδος [ˈirðos] Φλογ. γιούρντους [ˈʝurdus] Σίλ. γιούρτους [ˈʝurtus] Σίλ. Πληθ. γίdρουγια [ˈʝidruʝa] Μισθ. Mεσν. ουσ. ἵδρος, το οπ. από το αρχ. ουσ. ἱδρώς. Ο μεταπλ. κατ' ουδ. νεότ. O τύπ. ίρδος με συνήθη μετάθ. υγρού.
Ιδρώτας ό.π.τ. : Του κουπάσαμε το νερό, 'ενότουνε ίδρος (Το νερό που του χύσαμε, έγινε ιδρώτας) Φάρασ. -Dawk. Το ίδρος αποπάνω μ' τρέχνει σαν το νερό (Ο ιδρώτας τρέχει από πάνω μου σαν το νερό) Γούρδ. -Καράμπ. Να τα πατήσ’ ίδρος (Να ιδρώσουν πολύ) Ανακ. -Κωστ.Α. Τρέχουν τα γιdρούγια (Τρέχει ο ιδρώτας) Μισθ. -Κωστ.Μ. Οξίντσαν τα γίdρουγια τ' (Ξίνισε ο ιδρώτας του) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 || Φρ. Παίρω το γίdροζ-ου-μ' (Παίρνω τον ιδρώτα μου˙ ξεϊδρώνω) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Πατεί με γίdρος (Mε πατάει ιδρώτας˙ ιδρώνω πολύ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.