ιδέα
(ουσ. θηλ.)
ιδέγα
[iˈðeɣa]
Ανακ.
ιρέα
[iˈrea]
Σίλ.
Αρχ. ουσ. ἰδέα.
2. Σκέψη, έγνοια
Σίλ.
:
Απ’ τσ̑ην ιρέαν του νταdί ζηρμουνά τα
(Από την έγνοια του, το δαδί το ξεχνά)
Σίλ.
-ΚΜΣ-CD
Συνών.
γαϊλές, γιασεφέτι, τουσούντημα