ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ιδέα (ουσ. θηλ.) ιδέγα [iˈðeɣa] Ανακ. ιρέα [iˈrea] Σίλ. Αρχ. ουσ. ἰδέα.
1. Ιδέα, σκέψη ό.π.τ. : Tί ιδέγα έχεις και πααίνεις; (Ποιο σχέδιο έχεις και πηγαίνεις;) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. ακίλι, νιγιέτι :1, ντυσυνγκέ, φικίρι
2. Σκέψη, έγνοια Σίλ. : Απ’ τσ̑ην ιρέαν του νταdί ζηρμουνά τα (Από την έγνοια του, το δαδί το ξεχνά) Σίλ. -ΚΜΣ-CD Συνών. γαϊλές, γιασεφέτι, τουσούντημα