-ι/-ί
(επίθμ.)
-ι
[-i]
Αφσάρ., Καππ., Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
-ί
[-ˈi]
Ανακ., Αραβαν., Ποτάμ., Σατ., Σίλατ., Σινασσ., Φάρασ.
Αρχ. συνήθ. υποκορ. επίθμ. -ιον/-ίον με εξασθένηση της υποκορ. σημ. κυρίως από την μεσν. περίοδο. Η εξέλιξη -ιον > -ιν ήδη μεταγν. Στην συνέχεια, αποβλήθηκε και το τελικό -ν.
β.
Με ατονημένη την υποκορ. σημ.
Αφσάρ., Καππ., Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
:
αλμεχτήρι
(κάδος για άρμεγμα
)
Σίλ., Καππ.
γουργούρι
(ο λαιμός εσωτερικά και εξωτερικά
)
Μισθ., Φερτάκ., Τσουχούρ., Σίλ., Φλογ., Τελμ., Αξ., Ανακ., Σίλατ., Αφσάρ., Δίλ.
μαντάλι
(μάνταλο
)
Σινασσ., Σίλ., Αφσάρ., Φκόσ.
στραγάλι
(αστράγαλος
)
Φάρασ.