-ίδι
(επίθμ.)
-ίδι
[ˈiði]
Μισθ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ.
-ίδ'
[ið]
Σινασσ., Φερτάκ.
-ίτ'
[it]
Ποτάμ., Φερτάκ.
-ίρ'
[ir]
Αραβαν.
-ίγ̑'
[-iʝ]
Αξ.
-ίχ'
[ix]
Αραβαν.
Αρχ. μετουσ. υποκορ. επίθμ. -ίδιον, μεσν. -ίδι. Όταν ατόνησε η υποκορ. σημ. χρησιμοποιήθηκε ως μετουσ. με την σημ. 2. Οι σημ. 2, 3 νεότ.
2. Μετουσ. επίθμ. για τον σχηματ. ουσ. τα οποία δηλώνουν οντότητες που χαρακτηρίζονται από στοιχεία που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη
ό.π.τ.
:
αφρίδι
(κάτι πολύ ξινό)
Αξ.
πρασίδι
(βραγιά, λωρίδα αγρού προς άροση, συνήθως διαστάσεων 12-15 βήματα πλάτος και 50-60 βήματα μήκος)
Καππ.
μαυρίδι
(μάυρο σημάδι)
Μισθ.
Συνών.
-ούδι, -ούρι
3. Μεταρρημ. επίθμ. για τον σχηματ. ουσ. τα οποία δηλώνουν κάτι σχετικό με την ρηματ. ενέργεια που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη
ό.π.τ.
:
αφτίδι
(ξύλο μισοκαμμένο ή απανθρακωμένο)
Φάρασ.
αναβασίδι
(σκαλοπάτι)
Μισθ.
βγαλσίδι
(έξοδος)
Τελμ.
κεντίδι
(κεντρί)
Αραβαν., Γούρδ.
Συνών.
-άδι, -ούδι, -τήρι :1, -τρα :1