ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

-ίδι (επίθμ.) -ίδι [ˈiði] Μισθ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ. -ίδ' [ið] Σινασσ., Φερτάκ. -ίτ' [it] Ποτάμ., Φερτάκ. -ίρ' [ir] Αραβαν. -ίγ̑' [-iʝ] Αξ. -ίχ' [ix] Αραβαν. Αρχ. μετουσ. υποκορ. επίθμ. -ίδιον, μεσν. -ίδι. Όταν ατόνησε η υποκορ. σημ. χρησιμοποιήθηκε ως μετουσ. με την σημ. 2. Οι σημ. 2, 3 νεότ.
1. Μετουσ. επίθμ. για τον σχηματ. υποκορ. με ατονημένη υποκορ. σημ. ό.π.τ. : ακρίδι (ακρίδα) Φάρασ. αλαμαλίδι (δαμάλι) Καππ. αρχίδι Καππ. κονίδι (κόνιδα) Καππ. ραφίδι (νήμα) Φάρασ., Ανακ. σκαφίδι (σκάφη) Καππ. φτελίδι (φτελιά) Σινασσ. χοιρίδι (γουρούνι) Φάρασ. Συνών. -ι/-ί, -ίκκο, -ίτσα, -ίτσι
2. Μετουσ. επίθμ. για τον σχηματ. ουσ. τα οποία δηλώνουν οντότητες που χαρακτηρίζονται από στοιχεία που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη ό.π.τ. : αφρίδι (κάτι πολύ ξινό) Αξ. πρασίδι (βραγιά, λωρίδα αγρού προς άροση, συνήθως διαστάσεων 12-15 βήματα πλάτος και 50-60 βήματα μήκος) Καππ. μαυρίδι (μάυρο σημάδι) Μισθ. Συνών. -ούδι, -ούρι
3. Μεταρρημ. επίθμ. για τον σχηματ. ουσ. τα οποία δηλώνουν κάτι σχετικό με την ρηματ. ενέργεια που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη ό.π.τ. : αφτίδι (ξύλο μισοκαμμένο ή απανθρακωμένο) Φάρασ. αναβασίδι (σκαλοπάτι) Μισθ. βγαλσίδι (έξοδος) Τελμ. κεντίδι (κεντρί) Αραβαν., Γούρδ. Συνών. -άδι, -ούδι, -τήρι :1, -τρα :1