ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

-τρα (II) (επίθμ.) -τρα [-tra] Αραβαν., Μισθ., Φάρασ. Μεσν. επίθμ. -τρα από το αρχ. -τρια με αποβολή του ημιφ. ανάμεσα σε [r] και φων.
Μεταρρημ. επίθμ. για τον σχηματ. θηλ. δραστικών ουσ. : κλουτσίστρα (κλώσσα) Φάρασ. τριγυρίστρα (αυτή που γυρίζει από σπίτι σε σπίτι) Αραβαν. ψαλιρίστρα (ψαλίδα στα μαλλιά) Αραβαν. Πβ. -τής