-τρα (II)
(επίθμ.)
-τρα
[-tra]
Αραβαν., Μισθ., Φάρασ.
Μεσν. επίθμ. -τρα από το αρχ. -τρια με αποβολή του ημιφ. ανάμεσα σε [r] και φων.
Μεταρρημ. επίθμ. για τον σχηματ. θηλ. δραστικών ουσ.
:
κλουτσίστρα
(κλώσσα)
Φάρασ.
τριγυρίστρα
(αυτή που γυρίζει από σπίτι σε σπίτι)
Αραβαν.
ψαλιρίστρα
(ψαλίδα στα μαλλιά)
Αραβαν.
Πβ.
-τής