τοχάφ
(επίθ.)
τοχάφ
[to'xaf]
Τελμ.
Από το τουρκ. επίθ. tuhaf (< αραβ.) = περίεργος.
Περίεργος, ιδιαίτερος
Τελμ.
:
Και είπεν ένα τοχάφ γκελεdζ̑ί, και γέλασεν
(και είπε ένα περιέργο αίνιγμα και γέλασε)
Τελμ.
-Dawk.