ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

-τρα (I) (επίθμ.) -τρα [-tra] Ανακ., Αξ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ. -ταρα [-tara] Φάρασ. Αρχ. επίθμ. -τρα. Για την ανάπτυξη [a] ανάμεσα στο συμφωνικό σύμπλ. στο φαρασιώτικο -ταρα, βλ. Ανδριώτης (1948: 20).
Μεταρρημ. επίθμ. για τον σχηματ. θηλ. ουσ. που δηλώνουν όργανο ή αντικείμενο Καππ. : βολονίστρα (θήκη για βελόνες) Σίλατ. κόφτρα (το δέσιμο του νερού) Αξ. Συνών. -άρι, -ίστρα
β. Συνεκδ., ο τόπος ή χώρος όπου επιτελείται μιά ή περισσότερες διαδικασία ή διαδικασίες Φάρασ. : αφκώταρα (ο φυσικός τόπος για το στέγνωμα ρούχων ή για την έκθεση καρπών στον ήλιο ) Φάρασ. καθίστρα (πρωτεύουσα, η έδρα των αρχών ) Φάρασ.