-άρι (II)
(επίθμ.)
-άρι
[-ˈari]
Αφσάρ., Γούρδ., Κίσκ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ.
-άρ'
[-ar]
Καππ., Σίλ.
-έρ'
[-er]
Μαλακ., Σινασσ.
Μεσν. επίθμ. -άρι(ν), το οπ. από το μεταγν. επίθμ. -άριον, το οπ. από το λατιν. επίθμ. -arium%i.
1. Μετονομ. επίθμ. για τον σχηματ. ουσ., με βάση συνήθ. αριθμτ., τα οποία δηλώνουν ότι το προσδιοριζόμενο διαθέτει ιδιότητα η οποία εμπεριέχεται στην έννοια της πρωτότυπης λέξης
ό.π.τ.
:
δωδεκάρια
(το Δωδεκαήμερο)
Φλογ., Αξ., Ανακ., Τροχ.
εικουσάρι
(νόμισμα αξίας 20 παράδων)
Φάρασ.
κρομμυδάρι
(στιφάδο)
Ανακ.
μισιάρι
(ημιτελής)
Μισθ., Μαλακ., Σινασσ., Φλογ., Αξ., Τροχ.
μπαχάρι
(παχύ πρόβατο)
Μισθ.
πεντάρι
(νόμισμα 5 παράδων)
Μαλακ., Αξ., Γούρδ.
Συνών.
-άδα :1, -άδι :1, -ανός, -άρης :3, -άς, -ερός :1
2. Μετονομ. ή μεταρρημ. επίθμ. για τον σχηματ. ουσ. τα οποία δηλώνουν εργαλείο ή αντικείμενο
Αραβαν., Γούρδ., Σίλ., Σινασσ.
:
αγιασματάρι
(αγιαστούρα, δοχείο αγιασμού)
Σινασσ.
κλωθάρι
(ρόκα)
Γούρδ.
κρεμαστάρι
(κρεμαστάρι)
Αραβαν., Γούρδ.
συρτάρι
Σινασσ., Σίλ.
Πβ.
-ίστρα :1, -τρα :1