ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

-άρι (II) (επίθμ.) -άρι [-ˈari] Αφσάρ., Γούρδ., Κίσκ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ. -άρ' [-ar] Καππ., Σίλ. -έρ' [-er] Μαλακ., Σινασσ. Μεσν. επίθμ. -άρι(ν), το οπ. από το μεταγν. επίθμ. -άριον, το οπ. από το λατιν. επίθμ. -arium%i.
1. Μετονομ. επίθμ. για τον σχηματ. ουσ., με βάση συνήθ. αριθμτ., τα οποία δηλώνουν ότι το προσδιοριζόμενο διαθέτει ιδιότητα η οποία εμπεριέχεται στην έννοια της πρωτότυπης λέξης ό.π.τ. : δωδεκάρια (το Δωδεκαήμερο) Φλογ., Αξ., Ανακ., Τροχ. εικουσάρι (νόμισμα αξίας 20 παράδων) Φάρασ. κρομμυδάρι (στιφάδο) Ανακ. μισιάρι (ημιτελής) Μισθ., Μαλακ., Σινασσ., Φλογ., Αξ., Τροχ. μπαχάρι (παχύ πρόβατο) Μισθ. πεντάρι (νόμισμα 5 παράδων) Μαλακ., Αξ., Γούρδ. Συνών. -άδα :1, -άδι :1, -ανός, -άρης :3, -άς, -ερός :1
2. Μετονομ. ή μεταρρημ. επίθμ. για τον σχηματ. ουσ. τα οποία δηλώνουν εργαλείο ή αντικείμενο Αραβαν., Γούρδ., Σίλ., Σινασσ. : αγιασματάρι (αγιαστούρα, δοχείο αγιασμού) Σινασσ. κλωθάρι (ρόκα) Γούρδ. κρεμαστάρι (κρεμαστάρι) Αραβαν., Γούρδ. συρτάρι Σινασσ., Σίλ. Πβ. -ίστρα :1, -τρα :1