αριαλαντίζω
(ρ.)
αριαλαdι̂́ζω
[arʝalaˈdɯzo]
Αξ.
Από το ουσ. αϊράνι, όπου και τύπ. αριάνι, και το παραγωγ. επίθμ. -λαντίζω. Πβ. και τουρκ. ρ. ayranlaşmak = γίνομαι αϊράνι.
Ανακατεύω με αϊράνι