αρκούδα
(ουσ. θηλ.)
αρκούδα
[arˈkuða]
Μισθ., Σίλατ.
αρκούdα
[arˈkuda]
Φερτάκ.
Από το μεσν. ουσ. ἀρκούδα, το οπ. από το μεσν. ουσ. ἀρκούδιν και το μεγεθ. επίθμ. -α.