αρκούδεμα
(ουσ. ουδ.)
'ρκούδεμα
[ˈrkuðema]
Φάρασ.
Από το ρ. αρκουδίζω, όπου και τύπ. αρκουδώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Περπάτημα στα τέσσερα, μπουσούλημα