ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αρνιέμαι (ρ.) αρνιέμαι [arˈɲeme] Ανακ., Μαλακ., Ποτάμ. αρνιούμαι [arˈɲume] Σινασσ. Παρατατ. αρνιόμουν [arˈɲomun] Ποτάμ. Αόρ. άρναψα [ˈarnapsa] Ουλαγ. Υποτ. αρνηστώ [arniˈsto] Σινασσ. Προστ. αρνήστου [arˈnistu] Ανακ., Μαλακ. Από το αρχ. ρ. ἀρνοῦμαι. Ο τύπ. αρνιέμαι μεσν. Ο τύπ. αρνιούμαι αναλογ. προς άλλα ρ. σε -ούμαι.
1. Απορρίπτω Σινασσ. : Το καλό δεν το αρνιούμαι (Το καλό δεν το αρνιέμαι) Σινασσ. -Αρχέλ.
2. Απαρνιέμαι ό.π.τ. : || Ασμ. - Άμε αρνήστ' τον κύρκο σου κι έλ' ας σε κοινωνήσω
- Δεν αρνιέμαι τον κύρκα μου, κι έρουμαι μετά σένα
(- Άντε αρνήσου τον πατέρα σου κι έλα να σε κοινωνήσω
- Δεν αρνιέμαι τον πατέρα μου κι έρχομαι μαζί σου)
Μαλακ., Ανακ. -Παχτ.
Σαν ήτανε να μ' αρνηστεί, τ' ήταν να μ' αγαπήσεις
και στην καημένην μου καρδιά τόση φλόγα να ρίξεις
(Αν ήτανε να μ' αρνηθείς, γιατί μ'αγάπησες
και στην καημένη μου καρδιά τόση φλόγα να ρίξεις)
Σινασσ. -Αρχέλ.
Κάτω στα Ιεροσόλυμα και 'ς του Χριστού τον τάφο
εκεί που καρφιόταν ο Χριστός και αρνιόταν τον ο Πέτρος
(Κάτω στα Ιεροσόλυμα και στου Χριστού τον τάφο
εκεί που καρφωνόταν ο Χριστός και αρνιόταν τον ο Πέτρος)
Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327